-
1 овладевать
овладевать, овладеть 1) (захватывать) κυριεύω, καταχτώ 2) (усваивать) κατέχω· \овладевать греческим языком μαθαίνω την ελληνική γλώσσα* * *= овладеть1) ( захватывать) κυριεύω, καταχτώ2) ( усваивать) κατέχωовладева́ть гре́ческим языко́м — μαθαίνω την ελληνική γλώσσα
-
2 овладевать
овладеватьнесов1. (брать, захватывать) καταλαμβάνω, κυριεύω, παίρνω:\овладевать позицией воен. καταλαμβάνω θέση· \овладевать крепостью κυριεύω τό φρούριο· \овладевать имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας·2. перен (о мыслях, чувствах) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω·3. перен (усваивать) μαθαίνω, κατακτώ, γίνομαι κάτοχος:\овладевать греческим языком μαθαίνω τήν ἐλληνική γλώσσα· \овладевать техникой κατακτώ τήν τεχνική. -
3 наутро
наутронареч τήν ἐπαύριο[ν], τήν ἐπο-Ν-νην πρωΐαν. г^Учить сов (кого-л. чему-л.) μαθαίνω, °«>άσκω:\наутро кого-л. греческому языку́ μα· θαίνω κάποιον ἐλληνικά, διδάσκω σέ κάποιον τήν ἐλληνική γλωσσά \наутроея διδάσκομαι, μανθάνω (άμετ.), μαθαίνω (άμετ.).
См. также в других словарях:
ελληνίζω — (AM ἑλληνίζω) νεοελλ. μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ. αρχ. μσν. γίνομαι ειδωλολάτρης αρχ. 1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά 2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό τής ελληνικής γλώσσας 3. μιλώ την κοινή Ελληνική 4.… … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek